οδαγμός

οδαγμός
ὀδαγμός και, κατά τον Φώτ. ἀδαγμός, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.) κνησμός, φαγούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οδαγ-, πρβλ. παθ. υπερσ. -δάγ-μην, τού ρ. ὀδάζω / ὀδάζομαι «προκαλώ κνησμό, αισθάνομαι φαγούρα» + κατάλ. -μός (πρβλ. κηρυγ-μός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὀδαγμός — itching masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδαγμός — ὀδαγμός itching masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαμί — (Μ δαμίν) επίρρ. λίγο, λιγάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δαγμίον, υποκοριστικό τού δαγμός ή οδαγμός ή αδαγμός «δάγκωμα» (πρβλ. ζωμός ζωμίον, κορμός κορμίον, ψωμός ψωμίον). Αρχικά το επίρρ. δαμί χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει μικρή μπουκιά ή δαγκωματιά] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”